περικρατώ

περικρατώ
-έω, ΜΑ [κρατώ]
είμαι κύριος κάποιου, ασκώ απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή σε κάτι, εξουσιάζω, κυριαρχώ
αρχ.
1. κρατώ κάτι σταθερά («καὶ ἢν περικρατέῃ τῇ χειρὶ τὸ βέλος», Ιπποκρ.)
2. νικώ, κατισχύω
3. επικρατώ («ἐξ ἧς δὴ τῶν παθῶν ὁ λογισμὸς περικρατεῑ», ΠΔ)
4. (για ηθοποιό) ξέρω τον ρόλο μου καλά
5. ενθυμούμαι
6. (το μέσ. και παθ.) περικρατοῡμαι, -έομαι
α) συγκρατώ, υποστηρίζω («εἰ μυῶν περιβολαῑς καὶ ἀδένων ἡ τῶν νεύρων περικρατεῑται θέσις», Γρηγ. Νύσσ.)
β) (για ασθένεια) κατανικώμαι, θεραπεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περικράτησις — ήσεως, ἡ, Α [περικρατώ] 1. υπερίσχυση, επικράτηση 2. το κύριο νόημα, η κύρια σημασία 3. επίσχεση, κατακράτηση …   Dictionary of Greek

  • περικρατητικός — ή, όν, Α [περικρατώ] 1. αυτός που νικά, που καταβάλλει κάποιον 2. αυτός που εμπεριέχει κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”